φάτνωμα

φάτνωμα
το, ΝΜΑ [φατνῶ /-ώνω]
1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της
2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.)
νεοελλ.
1. κατακόρυφο άνοιγμα στον προστατευτικό θώρακα, από όπου περνά ο σωλήνας πυροβόλου
2. (δημ. έργ.) το μεταξύ τών κύριων δοκών και δύο διαδοχικών δοκίδων διάστημα μιας γέφυρας
3. (αερον.) ένα από τα πολλά διαμερίσματα τής ατράκτου αεροπλάνου
μσν.
φατνίο
αρχ.
στον πληθ. τὰ φατνώματα
τρύπες στα πλευρά πλοίου, από τις οποίες ρίχνονταν βλήματα κατά τών εχθρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φάτνωμα — coffered work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτνωμα — το, ατος 1. καθένα από τα κοίλα τετράγωνα σε σχήμα φάτνης, που σχηματίζονται στην οροφή από τη διασταύρωση των δοκαριών της. 2. η πλάκα με διακόσμηση γλυφών, που επικαλύπτει καθένα από τα κοίλα τετράγωνα της οροφής, το καλυμμάτιο. 3. άνοιγμα σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φατνωμάτων — φάτνωμα coffered work neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώμασι — φάτνωμα coffered work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώμασιν — φάτνωμα coffered work neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώματα — φάτνωμα coffered work neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώματι — φάτνωμα coffered work neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνώματος — φάτνωμα coffered work neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пятро — выступ над входом на сеновал , мн. пятра – то же, петергофск. (Булич, ИОРЯС 1, 321), потолок гумна из жердей, сеновал , арханг. (Подв.), вятск. (Васн.), перм., казанск., сиб. (Даль), пятерь – то же, новгор. (Даль), укр. п᾽ятра мн., п᾽ятрини мн.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Lacunar — Kassettendecke im Pantheon des Hadrian in Rom. Lacunar (lateinisch „getäfelte Decke“, Ita. lacunari oder cassettone , Pl. cassettoni ), im Griechischen Phatnoma (φάτνωμα) bezeichnet in der Architektur der Antike die vertieften Kassetten, die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”